κατασώχω

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασώχω Medium diacritics: κατασώχω Low diacritics: κατασώχω Capitals: ΚΑΤΑΣΩΧΩ
Transliteration A: katasṓchō Transliteration B: katasōchō Transliteration C: katasocho Beta Code: katasw/xw

English (LSJ)

rub in pieces, pound, κ. περὶ λίθον τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου pieces of cypress-wood, Hdt.4.75.

French (Bailly abrégé)

broyer, user en frottant.
Étymologie: κατά, σώχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασώχω [κατά, σώχω: wrijven] fijnwrijven:. κ. τῆς κυπαρίσσου stukken cypressenhout (gen. partit.) fijnwrijven Hdt. 4.75.3.

German (Pape)

zerreiben, Her. 4.75.

Russian (Dvoretsky)

κατασώχω: растирать, перетирать: κ. περὶ λίθον τῆς κυπαρίσσου Her. растирать на камне куски кипарисового дерева.

Greek (Liddell-Scott)

κατασώχω: τρίβω εἰς τεμάχια μικρά, κ. περὶ λίθον τρηχὺν κυπαρίσσου, τεμάχια ξύλου ἐκ κυπαρίσσου, και τὸ κατασωχόμενον τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσεται πᾶν τὸ σῶμα Ἡρόδ. 4. 75· πρβλ. ψώχειν = ψῆν.

Greek Monolingual

κατασώχω (Α)
κατατρίβω, τρίβω σε μικρά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σώχω «τρίβω»].

Greek Monotonic

κατασώχω: τρίβω σε κομμάτια, αλέθω, κοπανίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to rub in pieces, grind down, Hdt.