Ἄβυδος

From LSJ
Revision as of 10:10, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄβῡδος Medium diacritics: Ἄβυδος Low diacritics: Άβυδος Capitals: ΑΒΥΔΟΣ
Transliteration A: Ábydos Transliteration B: Abydos Transliteration C: Avydos Beta Code: *)/abudos

English (LSJ)

ἡ,

   A Abydos, on the Asiatic side of the Hellespont:— Ἀβυδόθεν, Adv. from Abydos, Il.4.500; Ἀβυδόθι, at Abydos, 17.584:—Adj. Ἀβυδηνός, ή, ον, of or from Abydos, Ath.13.572e, etc.: prov., Ἀ. ἐπιφόρημα a dessert of Abydos, i.e. something unpleasant, variously expl., Zen.1.1, etc.; μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον (sc. πατεῖν) Paus.Gr.Fr.2: Ἀβυδοκόμης (Ἀβυδηνοκώμης or -κόμος Zen. 1.1), ου, ὁ = ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν, Ar.Fr.733.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄβῡδος: ἡ, πόλις ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· πολλαχῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, ἔνθα ἴδ. Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Abydos :
1 cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;
2 ville d’Égypte.

Spanish (DGE)

(Ἄβῡδος) -ου, ἡ

• Prosodia: [ᾰ]
Abido
1 ciu. griega de la Tróade, en la costa asiática del Helesponto Il.2.836, Hdt.5.117, Th.8.61, Antipho Fr.67, X.HG 2.1.18, D.23.158, Hermipp.57, Arist.Pol.1305b33, 1306a31, A.R.1.931, cf. en el prov. μὴ εἰκῇ τὴν Ἄβυδον (πατεῖν) ... ἐπὶ τῶν εἰκαίων καὶ οὐδαμινῶν Paus.Gr.α 3.
2 ciu. de Egipto, Plu.2.359a, Str.17.1.42.

Greek Monotonic

Ἄβῡδος: ἡ, η Άβυδος, πόλη στην Ασιατική ακτή του Ελλησπόντου· Ἀβῡδόθεν, επίρρ., από την Άβυδο· Ἀβυδόθι, επίρρ., στην Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Ἄβῡδος: (ᾰ) ἡ Абидос
1) город в Троаде на Геллеспонте, против г. Сеста Hom.;
2) город в Верхнем Египте Plut.

Middle Liddell


Abydos, the town on the Asiatic side of the Hellespont.