εύδιος

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιοςεὔδιοςψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχοςεὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.