λήϊον
English (LSJ)
(A), Dor. λᾷον (q.v.), τό,
A standing crop, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λ. Il.2.147, al., cf. Hes.Sc.288, Hdt.1.19, Pherecr.20 (pl.); τοῦ σίτου τὸ λ. Arist.HA612a32; λ. σίτου βαθύ Arr.An.1.4.1; λήϊά τε σταχύων IG14.1389ii 10. 2 in later Poets, also, corn-field, Theoc.10.42 (in Dor. form); ληΐου κόμῃ Babr.88.3. 3 = λεία, booty, SIG3g (Susa, from Didyma, v B.C.).
λήϊον (B), τό, v.λῄδιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.
Étymologie: R. ΛαϜ, v. *λάω.
Greek Monolingual
λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].
Greek Monotonic
λήϊον: Δωρ. λᾷον, τό,
1. σπαρτά, χωράφι πριν το θερισμό, Λατ. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιτοβολώνας, σε Θεόκρ., Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
λήϊον: дор. λαῖον и стяж. λᾷον τό нива, посев (βαθύ Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: standing crop, the fruits on the field, the green seeds (Il., Arist.)
Other forms: Dor. λάϊον, λᾳ̃ον (Sophr., Theoc.)
Compounds: compp., e.g. λᾳ̃ο-τομέω mow the seed (Theoc.), πολυ-λήϊος rich in seed (E 613 etc.; cf. Bechtel Lex. s. ἀλήϊος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If λάϊον is a real Doric form, λήϊον can with Bq from *λάϜ-ιον as *'gain, produce' belong to ἀπο-λαύω (s. v.); on the formation cf. λεία (s. v.) from *λαϜ-ία. The connection with the group of λύω (Benfey a.o., s. Bq; cf. also λαῖον) seems to require PGr. *ληϜ-.