μαθητεία

From LSJ
Revision as of 12:43, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητεία Medium diacritics: μαθητεία Low diacritics: μαθητεία Capitals: ΜΑΘΗΤΕΙΑ
Transliteration A: mathēteía Transliteration B: mathēteia Transliteration C: mathiteia Beta Code: maqhtei/a

English (LSJ)

poet. μᾰθητ-είη, ἡ,

   A instruction from a teacher, Timo 54, D. Chr.4.41.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεία: ἡ, τὸ μαθητεύειν, διδασκαλία, Δίων Χρυσ. 1. 155, Ἰουστῖν. πρὸς Τρύφ. 53, σ. 593Β, Ὠριγέν. Ι. 544C, 773C.

Greek Monolingual

η (AM μαθητεία, Α ποιητ. τ. μαθητείη) μαθητεύω
νεοελλ.
το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει κάποιος
μσν.-αρχ.
η διδασκαλία που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῦ», Στουδ. Θεόδ.).