ομόσπορος

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσπορος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς
νεοελλ.
βοτ. (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια σπόρια
αρχ.
1. (για την Ιοκάστη) κοινή σύζυγος δύο ανδρών
2. (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την ίδια σύζυγο με άλλον («καὶ τοῦ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς», Σοφ.)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμόσπορος
ο αδελφός ή η αδελφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. νεό-σπορος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. homospore].