Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρέμβομαι

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ
β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ.
γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ τούτῳ χρωμένην, ῥεμβομένην τε καὶ ἀσωτευομένην», Νείλ.)
2. είμαι άστατος ή αβέβαιος (α. «ῥεμβομενον ἐν τοῑς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν», Πλούτ.
β. «παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια
μὴ ῥεμβέσθω, μὴ πλανάσθω», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. (για διατροφή) τρώω χωρίς όρεξη
2. (για λέξη) έχω ασαφή, αμφίβολη σημασία
3. ενεργ. ῥέμβω
περιστρέφω, γυρίζω κυκλικά κάτι («ῥέμβει
πλανᾱται», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥέμβομαι, κατά μία άποψη, ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα wer- «στρέφω, γυρίζω» (με μετάθεση φθόγγων) και εμφανίζει έρρινο ένθημα -μ- και χειλικό -β-. Η σύνδεση του ρ. με το μεσ. γερμ. wrimpen «ρυτιδώνω, ζαρώνω» και η αναγωγή σε ρίζα wremb- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ῥομβ- του ῥέμβομαι έχει σχηματιστεί η λ. ῥόμβος].