πρόθυρο

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α
(στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα
α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
β) ο πρόναος
γ) μτφ. πολύ κοντινός τόπος (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾱνος», Πίνδ.)
δ) μτφ. μικρό χρονικό διάστημα πριν από την εξέλιξη μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῑς τοῦ ἀγαθοῡ προθύροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα, η εξώπορτα («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», Ομ. Ιλ.)
2. το υπόστεγο που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θυρον (< θύρα) πρβλ. παρά-θυρο].