πρόταξη

From LSJ
Revision as of 13:05, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

η / πρόταξις, -άξεως, ΝΑ προτάσσω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη της δίκης»)
2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή της μάχης
νεοελλ.
γραμμ.
1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από κάποιο άλλο μαζί με το οποίο αποτελεί δίφθογγο
2. φαινόμενο κατά το οποίο μερικές λέξεις παίρνουν ένα φωνήεν στην αρχή όπως λ.χ. βδέλλα αβδέλλα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «πρόταξις ψιλῶν ὅταν τῶν ἄλλων ἐν πολέμῳ οὗτοι προτάττωνται, ὑπόταξις δὲ ὅταν ὑποτάττωνται, προσύνταξις δὲ ὅταν και ἐμπλεκόμενοι τῇ φάλαγγι παρ' ἄνδρα τάττωνται, λέγεται καὶ παρένταξις τοῦτο».