Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναρός

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱρός Medium diacritics: ναρός Low diacritics: ναρός Capitals: ΝΑΡΟΣ
Transliteration A: narós Transliteration B: naros Transliteration C: naros Beta Code: naro/s

English (LSJ)

ά, όν, (νάω)

   A flowing, liquid, Δίρκη A.Fr.347; ναρὰ καὶ κρηναῖα ποτά S.Fr.621; cf. νηρός.

German (Pape)

[Seite 230] (νάω), fließend; Δίρκη, Aesch. frg. 426; Soph. frg. 560; VLL. erkl. ὑγρός; nach Phryn., der für νηρὸν ὕδωρ vielmehr πρόσφατον zu sagen räth, ist ναρός od. νηρός = νεαρός, frisch.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱρός: ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία λέξις, μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. Νηρεύς, καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς νερόν).

Greek Monolingual

ναρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναFερος < νάω + κατάλ. -ερός πρβλ. θαλ-ερός) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση].

Russian (Dvoretsky)

νᾱρός: текучий (Δίρκη Aesch.; κρηναῖα ποτά Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: flowing, liquid
See also: s. νάω.

Frisk Etymology German

ναρός: {narós}
Meaning: quellend, strömend
See also: s. νάω.
Page 2,291