μύλλω

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύλλω Medium diacritics: μύλλω Low diacritics: μύλλω Capitals: ΜΥΛΛΩ
Transliteration A: mýllō Transliteration B: myllō Transliteration C: myllo Beta Code: mu/llw

English (LSJ)

(μύλη)

   A = βινέω, Theoc.4.58; used ἐπὶ μίξεως οὐ σεμνῆς acc. to Eust.1885.22.

German (Pape)

[Seite 217] 1) die Lippen zusammendrücken, bei geschlossenen Lippen einen Laut von sich geben, mucksen, murmeln, VLL.; vgl. μύω, μυάω u. das durch Reduplication hieraus entstandene μοιμύλλω. – 2) zermalmen, mahlen, u. übertr., wie molere, Beischlaf treiben, beschlafen, τινά, Theocr. 4, 58, wo der Schol. erkl. μύλλει ἀπὸ τῶν ἀλούντων; Hesych. erkl. πλησιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

μύλλω: (μύλη) ὡς τὸ Λατ. molere, συνουσιάζομαι μετὰ γυναικός, μετ’ αἰτ., εἴπ’ ἄγε μ’ ὦν Κορύδων, τὸ γερόντιον ἦρ’ ἔτι μύλλει τήναν τὰν κυάνοφρυν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη; Θεόκρ. 4. 58· πρβλ. Εὐστάθ. 1885, 22, μυλλός, μυλλάς. ΙΙ. συνάγω τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα, στόματι γὰρ μύλλειν μὲν ἔστιν, ἐννεύειν δὲ οὐκ ἔστιν Εὐστ. 1798, 43.

French (Bailly abrégé)

avoir commerce avec Théocr..
Étymologie: DELG v. μύλη.

Greek Monolingual

(I)
μύλλω (ΑΜ) μύλλον
κλείνω ή πιέζω τα χείλη.
(II)
μύλλω (Α)
1. συντρίβω, αλέθω
2. συνουσιάζομαι με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύλλω της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με γυναίκα» έχει παραχθεί από μύλη με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-].

Russian (Dvoretsky)

μύλλω: Theocr. = βινέω.

Frisk Etymological English

See also: s. μύλη.

Frisk Etymology German

μύλλω: {múllō}
See also: s. μύλη.
Page 2,270