νώγαλα

From LSJ
Revision as of 15:35, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώγᾰλα Medium diacritics: νώγαλα Low diacritics: νώγαλα Capitals: ΝΩΓΑΛΑ
Transliteration A: nṓgala Transliteration B: nōgala Transliteration C: nogala Beta Code: nw/gala

English (LSJ)

τά,

   A dainties, sweetmeats, eaten after dinner, dessert, like τρωγάλια, Antiph.65, Ephipp.24.

Greek (Liddell-Scott)

νώγᾰλα: τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς τὰ τρωγάλια, Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.

Greek Monolingual

νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγηκαλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: dainties, sweetmeats (Com. IVa)
Derivatives: νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) and νωγαλ-ίζω chew ν. (Com. IVa) with νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); also -εύω id. (Suid.) with -εύματα pl. id. (Com. V--IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from *λώγαλα, from λώγη. Older attempt in Bq.

Frisk Etymology German

νώγαλα: {nṓgala}
Grammar: n. pl.
Meaning: Leckerbissen, Süßigkeiten (Kom. IVa).
Derivative: Davon νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) und νωγαλίζω ‘an ν. kauen’ (Kom. IVa) mit νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); auch -εύω ib. (Suid.) mit -εύματα pl. ib. (Kom. V—IVa).
Etymology : Wort der Alltagssprache ohne Etymologie. Nach Grošelj Živa Ant. 1, 259 aus *λώγαλα dissimiliert, von λώγη. Älterer Versuch bei Bq.
Page 2,330