διαγίνομαι
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
French (Bailly abrégé)
ion. et réc. c. διαγίγνομαι.
English (Strong)
from διά and γίνομαι; to elapse meanwhile: X after, be past, be spent.
English (Thayer)
2nd aorist διεγενομην;
1. to be through, continue.
2. to be between, intervene; hence, in Greek writings from Isaeus (p. 84,14, 9 (or. de Hagn. hered.) χρόνων διαγενομένων) down, the aorist is used of time, to have intervened, elapsed, passed meanwhile, (cf. χρόνου μεταξύ διαγενομένου Lysias 93,6): ἡμερῶν διαγενομένων τινων, ἱκανοῦ χρόνου διαγενομένου διαγενομένου τοῦ σαββάτου, Mark 16:1.
Chinese
原文音譯:diag⋯nomai 笛阿居挪買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-成為
字義溯源:消逝之際,過去,通過;由(διά)*=通過)與(γίνομαι)*=成為)組成
出現次數:總共(3);可(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 過了(3) 可16:1; 徒25:13; 徒27:9