κατανύσσομαι
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monotonic
κατανύσσομαι: αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
II. τελώ, βρίσκομαι σε σύγχυση, ναρκώνομαι, πέφτω σε λήθαργο, LXX.
Middle Liddell
aor2 -ενύγην
I. Pass. to be sorely pricked, κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ NTest.
II. to be stupefied, to slumber, Lxx.
Chinese
原文音譯:katanÚssw 卡他-匿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-戮穿
字義溯源:刺透,切斷,扎,大大震動;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(νύσσω)*=戮穿)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 扎(1) 徒2:37