μεθόριον
From LSJ
English (Thayer)
μεθοριου, τό (neuter of adjective μεθόριος, μεθόρια, μεθόριον; from μετά with, and ὅρος a boundary), a border, frontier: τά μεθόρια τίνος, the confines (of any land or city), i. e. the places adjacent to any region, the vicinity, R G. (Thucydides, Xenophon, Plato, others.)
Russian (Dvoretsky)
μεθόριον: τό Arst., Plut. = τὰ μεθόρια.
Chinese
原文音譯:meqÒrioj 姆特-哦里哦士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同著-看見 相當於: (גְּבוּל)
字義溯源:交界,境界,境內;由(μετά)*=同)與(ὅριον)=界限)組成;其中 (ὅριον)出自(ὄρος)X*=範圍)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 境內(1) 可7:24