пограничный
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ὁμοτέρμων, προσόμορος, προσόμουρος, ὅριος, σύγκληρος, ὅμορος, ὅμουρος, ἀγχιτέρμων, πρόσορος, πρόσουρος, σύνορος, σύνουρος, πρόσχωρος, μεθόριος