основательный
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Russian > Greek
ἐχέγγυος, ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς, ἐχυρός
ἐχέγγυος, ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς, ἐχυρός