остроумный
Russian > Greek
εὐμήχανος, εὑρησιεπής, πολύφρων, εὐπάλαμος, πολυμήχανος, τεχνικός, εὐτράπελος, εὔθικτος, εὔστοχος, ἐΰστοχος, πολύπειρος, λεπτός, μηχανικός, πολύμητις, φρενοτέκτων, ἀγχίνοος, ἀγχίνους, δριμύς, χαρίεις, ὀξύφρων, στωμύλος, κομψός