ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
σκῆπτρον ;; σκαπτον ;; σκᾶπτρον ;; ἔρεισμα ;; στῆριγξ ;; προσανάκλιμα ;; ἕρμα ;; στῦλος ;; στερέωμα ;; ἐκθάρσημα ;; ἑδραίωμα ;; ὄχημα