непонятный
From LSJ
Russian > Greek
ἀμήχανος ;; ἀμάχανος ;; ἄλογος ;; βάρβαρος ;; καπνίας ;; ἄσημος ;; ἀκατάληπτος ;; ἄγνωστος ;; ἄγνωτος ;; ἀτέκμαρτος ;; ἄσκοπος ;; ἀνεπινόητος ;; ἀκατανόητος ;; ἀπερινόητος ;; ἀδιανόητος ;; ψελλός ;; δυστέκμαρτος ;; δυσξύνετος ;; δυσσύνετος ;; κωφός ;; ἀσύνετος ;; θαυμάσιος ;; θαυμαστός