продолжительный
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Russian > Greek
μακρός ;; δολιχός ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; μακραίων ;; μακρόπνοος ;; μακρόπνους ;; διαρκής ;; πλειστήρης ;; συχνός ;; ἐπιμήκης ;; πολλοστός