послушный
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Russian > Greek
πιστός ;; ὑπήκοος ;; εὔστροφος ;; ἐΰστροφος ;; εὐχείρωτος ;; εὔαρκτος ;; ταπεινός ;; πειθαρχικός ;; ἐπιπειθής ;; εὐάγωγος ;; πειθήνιος ;; εὐπειθής ;; εὐπιθής ;; εὐεπίτακτος ;; κτίλος ;; καταπειθής ;; πείθαρχος ;; πειθήμων ;; πειθάνωρ ;; ἀκουστικός ;; ἐπήκοος ;; ἐπάκοος ;; κατήκοος ;; εὐήκοος ;; εὐάκοος ;; εὐήνιος ;; ἐπιτήδειος ;; πιθανός