Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
κύρμα, τρώκτης, Κέρκωψ, κάπηλος, φυρατής, φυράτης, ῥᾳδιουργός, ἄλημα, πονηρός, ἐπιθέτης, τερατίας, μάσθλης, πανοῦργος, κόβαλος, συκοφάντης, τρύμη, κλέπτης