ἄλημα

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλημα Medium diacritics: ἄλημα Low diacritics: άλημα Capitals: ΑΛΗΜΑ
Transliteration A: álēma Transliteration B: alēma Transliteration C: alima Beta Code: a)/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
I(ἀλέω) fine meal; metaph, of a fine-witted, wily knave, as Ulysses, S. Aj. 381, 390 (lyr.), cf. Ant. 320 (v.l.). (< ἀλάομαι).
IIὁδοιπορία, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό paseo, caminata, gira Hsch., cf. ἀλάομαι.
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 harina fina Hsch.
2 fig. ref. Ulises pura astucia κακοπινέστατον ἄ. στρατοῦ S.Ai.381, cf. 389.

German (Pape)

[Seite 95] τό (ἀλέω), 1) seines Mehl, VLL. – 2) ein durchtriebener, verschmitzter Mensch, Odysseus, bei Soph. Ai. 374; als v.l. Ant. 350; andere, schon bei den Alten, leiten diese Bdtg von ἄλη ab, Herumstreicher.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pelure du grain de blé moulu, son ; fig. rebut.
Étymologie: ἀλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄλημα -ατος, τό ἀλέω eigenl. wat gemalen is, alleen overdr. ‘geslepen persoon’.

Russian (Dvoretsky)

ἄλημα: ατος (ᾰλ) τό досл. мука тонкого помола, перен. ловкач, проныра, плут Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλημα: [ᾰλ], ατος, (ἀλέω) λεπτὸν ἄλευρον, ἐν χρήσει μεταφ. παρὰ Σοφοκλ. ἐπὶ ἀνδρὸς εὐφυεστάτου καὶ πανουργοτάτου, οἷος ὁ Ὀδυσσεύς (ὡς αἱ λέξεις παιπάλημα, τρῖμμα), Αἴ. 381, 390 (λυρ.)· πρβλ. λάλημα.

Greek Monolingual

ἄλημα, το (Α) ἀλῶ
1. λεπτό αλεύρι, άχνη
2. (για πρόσωπα) παμπόνηρος και πανούργος άνθρωπος ή σύνολο ανθρώπων.

Greek Monotonic

ἄλημα: [ᾰλ], -ατος, τό (ἀλέω), λεπτό αλεύρι· μεταφ., λέγεται για πανούργο, πολυμήχανο άντρα, όπως ο Οδυσσέας, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀλέω
fine meal: metaph. of a wily knave, such as Ulysses, Soph.