ἄλημα
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
-ατος, τό,
I(ἀλέω) fine meal; metaph, of a fine-witted, wily knave, as Ulysses, S. Aj. 381, 390 (lyr.), cf. Ant. 320 (v.l.). (< ἀλάομαι).
II= ὁδοιπορία, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό paseo, caminata, gira Hsch., cf. ἀλάομαι.
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 harina fina Hsch.
2 fig. ref. Ulises pura astucia κακοπινέστατον ἄ. στρατοῦ S.Ai.381, cf. 389.
German (Pape)
[Seite 95] τό (ἀλέω), 1) seines Mehl, VLL. – 2) ein durchtriebener, verschmitzter Mensch, Odysseus, bei Soph. Ai. 374; als v.l. Ant. 350; andere, schon bei den Alten, leiten diese Bdtg von ἄλη ab, Herumstreicher.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pelure du grain de blé moulu, son ; fig. rebut.
Étymologie: ἀλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλημα -ατος, τό ἀλέω eigenl. wat gemalen is, alleen overdr. ‘geslepen persoon’.
Russian (Dvoretsky)
ἄλημα: ατος (ᾰλ) τό досл. мука тонкого помола, перен. ловкач, проныра, плут Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλημα: [ᾰλ], ατος, (ἀλέω) λεπτὸν ἄλευρον, ἐν χρήσει μεταφ. παρὰ Σοφοκλ. ἐπὶ ἀνδρὸς εὐφυεστάτου καὶ πανουργοτάτου, οἷος ὁ Ὀδυσσεύς (ὡς αἱ λέξεις παιπάλημα, τρῖμμα), Αἴ. 381, 390 (λυρ.)· πρβλ. λάλημα.
Greek Monolingual
ἄλημα, το (Α) ἀλῶ
1. λεπτό αλεύρι, άχνη
2. (για πρόσωπα) παμπόνηρος και πανούργος άνθρωπος ή σύνολο ανθρώπων.
Greek Monotonic
ἄλημα: [ᾰλ], -ατος, τό (ἀλέω), λεπτό αλεύρι· μεταφ., λέγεται για πανούργο, πολυμήχανο άντρα, όπως ο Οδυσσέας, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἀλέω
fine meal: metaph. of a wily knave, such as Ulysses, Soph.