ἐπανορθωτής

From LSJ
Revision as of 22:36, 15 March 2020 by Spiros (talk | contribs)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθωτής Medium diacritics: ἐπανορθωτής Low diacritics: επανορθωτής Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗΣ
Transliteration A: epanorthōtḗs Transliteration B: epanorthōtēs Transliteration C: epanorthotis Beta Code: e)panorqwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A corrector, restorer, τοῦ κάμνοντος D.H.8.67; of writings, Gal.7.894; ἐπανορθωτής τῶν τρόπων, = Lat. corrector morum, D.C.54.30; also, = Lat. corrector civitatis, IG4.1417 (Epid.), 5(1).541 (Sparta), 7.91 (Megara).

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, der Verbesserer, Wiederhersteller, τοῦ κάμνοντος D. Hal. 8, 67, τῶν τρόπων D. Cass. 54, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθωτής: -οῦ, ὁ, βοηθός, ἔφεδρος, ἕτοιμος νὰ ἐπανορθώσῃ ἀπώλειαν ἢ βλάβην γενομένην εἰς μέρος τι τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, ἐπανορθωτὰς τοῦ κάμνοντος, δηλ. τοῦ πάσχοντος μέρους τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων καὶ ἔχοντος χρείαν βοηθείας καὶ ἐπανορθώσεως, Διον. Ἁλ. 8. 67· ἐπανορθωτὴς τῶν τρόπων... αἱρεθείς, ἀξίωμα παρὰ Ρωμαίοις, Δίων Κ. 54. 30· ἐπανορθωτὴν Ἀχαιίας Συλλ. Ἐπιγρ. 1624. ― Ἐπίρρ. ἐπανορθωτικῶς Σχόλ. Βαυαρ. εἰς Δημ. σ. 37. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπανορθωτής) επανορθώνω
αυτός που επανορθώνει
αρχ.
1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος της παρατάξεως σε ώρα μάχης
2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους Ρωμαίους corrector civitatis
3. (για συγγράμματα) αυτός που επιφέρει διορθώσεις
4. φρ. «επανορθωτής τών τρόπων» — αξίωμα ρωμαϊκό, ο επόπτης τών ηθών, λατ. corrector morum («ἐπανορθωτής τῶν τρόπων αἱρεθείς», Δίων Κάσσ.).