lamentable
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἀνιαρός, λυπηρός, ἄθλιος, ἀλγεινός, πικρός, οἰκτρός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος, βαρύστονος; see also piteous.
unfortunate: P. and V. κακός, δυστυχής; see unfortunate.
Spanish > Greek
ἀμέγαρτος, δακρυώδης, δύστονος, δακρυτικός, γοεδνός, αἰακτός