βιβλιακός
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ή, όν,
A versed in books, Phld.Ir.p.90 W. (βυβλ-); ἐν ἱστορία βιβλιακώτατος Plu. Rom.12; pedantic, χαρακῖται Timo 12; ἕξις Plb.12.25h.3. 2 of a book, σελίδες AP7.594 (Jul.); in or of books, συντάξεις Chacrem. ap.Porph.Abst.4.7.
German (Pape)
[Seite 444] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, ἔμπειρος, Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
versé dans la connaissance des livres, savant.
Étymologie: βιβλίον.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βιβλιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία
2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων
3. ο σχολαστικός.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιᾰκός:
1) книжный (σελίδες Anth.);
2) начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλιακός -ή -όν βιβλίον
1. van een boek, behorend bij een boek.
2. belezen, geleerd.