διαλιμπάνω

From LSJ
Revision as of 14:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλιμπάνω Medium diacritics: διαλιμπάνω Low diacritics: διαλιμπάνω Capitals: ΔΙΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: dialimpánō Transliteration B: dialimpanō Transliteration C: dialimpano Beta Code: dialimpa/nw

English (LSJ)

   A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.

German (Pape)

[Seite 587] = διαλείπω, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).

Spanish (DGE)

1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.

Greek Monolingual

διαλιμπάνω (AM) λιμπάνω
1. διαλείπω
2. εγκαταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λιμπάνω onderbreken.