διασκεδαστικός

From LSJ
Revision as of 14:53, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδαστικός Medium diacritics: διασκεδαστικός Low diacritics: διασκεδαστικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskedastikós Transliteration B: diaskedastikos Transliteration C: diaskedastikos Beta Code: diaskedastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.

German (Pape)

[Seite 602] zertheilend, von Arzeneien, Diosc.

Spanish (DGE)

-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.