διόρισις

From LSJ
Revision as of 15:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρῐσις Medium diacritics: διόρισις Low diacritics: διόρισις Capitals: ΔΙΟΡΙΣΙΣ
Transliteration A: diórisis Transliteration B: diorisis Transliteration C: diorisis Beta Code: dio/risis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.

Greek (Liddell-Scott)

διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).

Greek Monolingual

διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.

Greek Monotonic

διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διόρῐσις: εως ἡ Plat., Arst. = διορισμός.

Middle Liddell

[from διορίζω n n
distinction, Plat.