θαυμασμός

Revision as of 15:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A marvelling, Phld.Rh.2.57 S., Corn.ND2, Dius ap. Stob.4.21.16, S.E.M.9.17, Plu.Aem.39, etc.

German (Pape)

[Seite 1189] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμασμός: ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étonnement, admiration.
Étymologie: θαυμάζω.

Greek Monolingual

και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) θαυμάζω
το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός
νεοελλ.
έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο
μσν.
τρομάρα, λαχτάρα.

Greek Monotonic

θαυμασμός: ὁ (θαυμάζω), θαυμασμός, έκπληξη, σε Πλούτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θαυμασμός: ὁ удивление, восхищение (θ. καὶ σεμνότης Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.

Middle Liddell

θαυμασμός, ὁ, θαυμάζω
a marvelling, Plut., etc.