δροσία
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
poet. δροσίη, ἡ,
A foam of a horse's mouth, Orac. ap. Luc.Alex.53; dew, Cat.Cod. Astr.1.172.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53.
Greek Monolingual
και δροσά, η (AM δροσία
Α και δροσίη
Μ και δροσά) δρόσος
η δρόσος
μσν.- νεοελλ.
1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος
2. δροσερό, σκιερό μέρος
3. φρεσκάδα, ομορφιά
4. ευχαρίστηση, χαρά
5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» — δεν αξίζουν τίποτε
μσν.
ανακούφιση, παρηγοριά
αρχ.
ο αφρός στο στόμα τών αλόγων.