θρεκτικός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ή, όν, (τρέχω)
A able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. -ώτατος Hsch.
German (Pape)
[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.