λαθιφροσύνη
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A forgetfulness, A.R.4.356 (pl.).
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, Vergessenheit od. Thorheit, Ap. Rh. 4, 356.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθιφροσύνη: ἡ, ἐπιλησμοσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ΄, 356, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
λαθιφροσύνη, ἡ (Α) λαθίφρων
απερισκεψία.