λογεία

From LSJ
Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογεία Medium diacritics: λογεία Low diacritics: λογεία Capitals: ΛΟΓΕΙΑ
Transliteration A: logeía Transliteration B: logeia Transliteration C: logeia Beta Code: logei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI4156 (Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) λογεύω
1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)
2. έκτακτα κέρδη
3. επιμίσθιο.

Chinese

原文音譯:log⋯a 羅居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(著)
字義溯源:收捐,捐錢,捐湊,湊;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 捐湊(1) 林前16:2;
2) 捐錢(1) 林前16:1