λινάρμενον
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Full diacritics: λῐνάρμενον | Medium diacritics: λινάρμενον | Low diacritics: λινάρμενον | Capitals: ΛΙΝΑΡΜΕΝΟΝ |
Transliteration A: linármenon | Transliteration B: linarmenon | Transliteration C: linarmenon | Beta Code: lina/rmenon |
τό,
A sail, POxy.2136.6 (iii A. D.), PLond.3.1164h7 (iii A. D.).
λινάρμενον, τὸ (Α)
το ιστίο του πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»].