λινάρμενον

From LSJ
Revision as of 17:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνάρμενον Medium diacritics: λινάρμενον Low diacritics: λινάρμενον Capitals: ΛΙΝΑΡΜΕΝΟΝ
Transliteration A: linármenon Transliteration B: linarmenon Transliteration C: linarmenon Beta Code: lina/rmenon

English (LSJ)

τό,

   A sail, POxy.2136.6 (iii A. D.), PLond.3.1164h7 (iii A. D.).

Greek Monolingual

λινάρμενον, τὸ (Α)
το ιστίο του πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»].