μεγαλομοιρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A magnificence, Aristeas 21 (dub.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, = μεγαλομέρεια, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλομοιρία: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἀριστέας.
Greek Monolingual
μεγαλομοιρία, ἡ (Α)
η μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλόμοιρος].