λιθίδιον
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
English (LSJ)
τό, Dim. of λίθος,
A pebble, gem, Pl.Phd.110d, Arist.Pr. 934b22, Plu.2.979b, Luc.Hist.Conscr.4. 2 gravel in the urine, Hp. Coac.578 (pl.); stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60 (sg.).
German (Pape)
[Seite 44] τό, dim. von λίθος, Steinchen, Plat. Phaed. 110 d u. Sp., wie Luc. hist. conscrib. 4. Auch Edelstein, Clem. Al. – Vom Blasenstein, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, «λιθάρι», «χαλίκι», Πλάτ. Φαίδων 110D, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29. 2) λίθος ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pierre ; particul.
1 pierre, calcul vésical;
2 pierre précieuse.
Étymologie: λίθος.
Greek Monolingual
λιθίδιον, τὸ (ΑM) λίθος
μσν.
λίθος στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
1. λιθάρι, πετραδάκι
2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.)
3. άμμος στα ούρα.
Greek Monotonic
λῐθίδιον: τό, υποκορ. του λίθος, λιθαράκι, χαλίκι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθίδιον: (ῐδ) τό камешек Plat., Arst., Luc.