μεταγωγός

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰγωγός Medium diacritics: μεταγωγός Low diacritics: μεταγωγός Capitals: ΜΕΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: metagōgós Transliteration B: metagōgos Transliteration C: metagogos Beta Code: metagwgo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shifting, τινος Sch.Od.5.260, 10.32.

German (Pape)

[Seite 146] anderswohin führend, lenkend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰγωγός: -ή, -όν, ὁ μετάγων, ὁ μετακινῶν, «τὸν μεταγωγὸν τοῦ κέρατος κάλων» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 32, πρβλ. Ε. 260.

Greek Monolingual

-ό (ΑM μεταγωγός, -όν) μετάγω
αυτός που μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεταγωγός
α) κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά, ιδίως με εναέρια σύρματα, έμψυχου ή άψυχου υλικού
β) (ηλεκτρολ.) όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η αντικατάσταση ενός τμήματος από άλλο τμήμα ή η διαδοχική μετατροπή της συνδεσμολογίας ενός ή περισσότερων κυκλωμάτων (α. «μεταγωγός αναστροφής» β. «μεταγωγός ζεύξης»)
γ) (επικοιν.) διάταξη που επιτρέπει την πραγματοποίηση της τηλεπικοινωνιακής μεταγωγής.