μεμηνιμένως

From LSJ
Revision as of 17:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηνῑμένως Medium diacritics: μεμηνιμένως Low diacritics: μεμηνιμένως Capitals: ΜΕΜΗΝΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēniménōs Transliteration B: memēnimenōs Transliteration C: meminimenos Beta Code: memhnime/nws

English (LSJ)

Adv., (μηνίω)

   A angrily, Pl.Ep.319b.

German (Pape)

[Seite 129] erzürnter Weise, ἀποκρίνασθαι, Plat. Ep. III, 319 b.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηνῑμένως: Ἐπίρρ. (μηνίω) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.

Greek Monolingual

μεμηνιμένως (Α)
επίρρ. οργισμένα, με θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηνιμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηνίω.

Russian (Dvoretsky)

μεμηνῑμένως: сердито, гневно (ἀποκρίνεσθαι Plat.).