νοθαγενής

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοθᾱγενής Medium diacritics: νοθαγενής Low diacritics: νοθαγενής Capitals: ΝΟΘΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: nothagenḗs Transliteration B: nothagenēs Transliteration C: nothagenis Beta Code: noqagenh/s

English (LSJ)

ές, Dor. and poet. for Νοθηγενής,

   A baseborn, E.Ion592, Andr.912,942.

Greek (Liddell-Scott)

νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.

Greek Monolingual

νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.

Greek Monotonic

νοθᾱγενής: -ές (γίγνομαι), Δωρ. και ποιητ. αντί νοθηγενής, γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νοθᾱγενής: дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).

Middle Liddell

νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] γίγνομαι
base-born, Eur.