πάμφυρτος

From LSJ
Revision as of 17:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφυρτος Medium diacritics: πάμφυρτος Low diacritics: πάμφυρτος Capitals: ΠΑΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: pámphyrtos Transliteration B: pamphyrtos Transliteration C: pamfyrtos Beta Code: pa/mfurtos

English (LSJ)

ον,

   A mixed of all sorts, γέννημα Ph.1.148, cf. 2.53, Longin.9.7, Opp.H.1.779: neut. pl. as Adv., confusedly, S. Ichn.232.

German (Pape)

[Seite 455] aus Allem gemischt, durch einander gewirrt; ἀφυσγετός, Opp. Hal. 1, 779; auch in späterer Prosa, wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφυρτος: -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7.

Greek Monolingual

πάμφυρτος, -ον (Α)
1. αναμεμιγμένος με κάθε είδος, σύνθετος από διάφορα πράγματα, παντοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμφυρτα
συγκεχυμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»)].