πείρασις

From LSJ
Revision as of 18:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πείρᾱσις Medium diacritics: πείρασις Low diacritics: πείρασις Capitals: ΠΕΙΡΑΣΙΣ
Transliteration A: peírasis Transliteration B: peirasis Transliteration C: peirasis Beta Code: pei/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A attempt, D.C.47.25 ; esp. at seduction, Th. 6.56.

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, das Versuchen, Erproben, die Versuchung, Thuc. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

πείρᾱσις: ἡ, ἀπόπειρα πρὸς ἀποπλάνησιν νέου, τὸν δ’ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν Δίων Κ. 36. 37· μάλιστα ἀπαγωγή, ἀποπλάνησις, Θουκ. 6. 56.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
essai de corruption.
Étymologie: πειράω. {{grml |mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[πειρώ / πειρώμαι
1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση
2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ' οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.). }}

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πείρᾱσις -εως, ἡ [πειράω] verleidingspoging.

Russian (Dvoretsky)

πείρᾰσις: εως ἡ попытка соблазнить, искушение (ἀπαρνεῖσθαι τὴν πείρασιν Thuc.).