περιρρήδην

From LSJ
Revision as of 18:26, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρήδην Medium diacritics: περιρρήδην Low diacritics: περιρρήδην Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΝ
Transliteration A: perirrḗdēn Transliteration B: perirrēdēn Transliteration C: perirridin Beta Code: perirrh/dhn

English (LSJ)

Adv. of sq. 11,

   A sloping, A.R.4.1581.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής κατά τα επιρρ. σε -δην (πρβλ. άρ-δην)].