προβουλή

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβουλή Medium diacritics: προβουλή Low diacritics: προβουλή Capitals: ΠΡΟΒΟΥΛΗ
Transliteration A: proboulḗ Transliteration B: proboulē Transliteration C: provouli Beta Code: proboulh/

English (LSJ)

ἡ,

   A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc.    II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] ἡ, Vorberathung, Ueberlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. σκέψη ή απόφαση που προηγείται, προμελέτη
2. μόνιμη επιτροπή («ἡ βουλὴ καὶ ἡ προβουλή», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλή «σκέψη»].