στηρικτικός

From LSJ
Revision as of 19:42, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτικός Medium diacritics: στηρικτικός Low diacritics: στηρικτικός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stēriktikós Transliteration B: stēriktikos Transliteration C: stiriktikos Beta Code: sthriktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).
-ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.