συμμάρτυρος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον,
A configurate, of planets, Man.6.393,441.
German (Pape)
[Seite 980] = συμμάρτυρ, Man. 6, 442.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάρτῠρος: -ον, = συμμάρτυς, Μανέθων 6. 393.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάρτυρος (< μάρτυς, -υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)].
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάρτυρος (< μάρτυς, -υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)].