Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: σκᾰλεία | Medium diacritics: σκαλεία | Low diacritics: σκαλεία | Capitals: ΣΚΑΛΕΙΑ |
Transliteration A: skaleía | Transliteration B: skaleia | Transliteration C: skaleia | Beta Code: skalei/a |
ἡ,
A hoeing, Gp.2.24 tit.
[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.
σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.
ἡ, Μ σκαλεύω
ελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.