συνεκπιέζω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
A premo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich ausdrücken, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπιέζω: διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω ὁμοῦ· ῥηματ. ἐπίθ. συνεκπιεστέον, Γεωπον. 3. 7, 1.
Greek Monolingual
Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].
Greek Monolingual
Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].