φθισικός

From LSJ
Revision as of 21:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐσῐκός Medium diacritics: φθισικός Low diacritics: φθισικός Capitals: ΦΘΙΣΙΚΟΣ
Transliteration A: phthisikós Transliteration B: phthisikos Transliteration C: fthisikos Beta Code: fqisiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A consumptive, Arist.Pr.884a11, Dsc.1.72, Sor.Vit.Hippocr.5, Plu.2.674b, Arr.Epict.3.13.20, etc.: metaph., σε . . φθόνος φθισικὸν πεποίηκε Men.540.7.

German (Pape)

[Seite 1271] 1) an der Auszehrung leidend, sich dazu hinneigend, schwindsüchtig. – 2) akt., auszehrend; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐσικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ φθίσεως πάσχων, κοινῶς «χτικιασμένος», Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 12. 7, Ἀριστ. Προβλ. 5. 31· φθισικοὺς μὲν ὁρῶντες δυσχεραίνομεν, ἀνδριάντας δὲ καὶ γραφὰς φθισικῶν ἠδέως θεώμεθα Πλούτ. 2. 674Β, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
atteint de consomption, phtisique, tuberculeux.
Étymologie: φθίω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθισικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν φθίσις
αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός
νεοελλ.
μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).

Russian (Dvoretsky)

φθισικός: больной чахоткой Arst., Plut.